Friday, January 8, 2021

Ροχέλιο

Γκι­γέρ­μο Ἀ­ριά­γα (G­u­i­l­l­e­r­mo A­r­r­i­a­ga)

 

Ρο­χέ­λιο

(R­o­g­e­l­io)

 

ΡΟΧΕΛΙΟ ἢ δὲν ἔ­παιρ­νε χαμ­πά­ρι ὅ­τι ἦ­ταν πιὰ νε­κρὸς ἢ ἁ­πλῶς ἀρ­νι­ό­ταν νὰ τὸ ἀ­πο­δε­χτεῖ. Γι’ αὐ­τό, συ­χνὰ-πυ­κνά, ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν τά­φο ὅ­που κει­τό­ταν θαμ­μέ­νος καὶ δὲν ἦ­ταν πε­ρί­ερ­γο νὰ τὸν πε­τύ­χει κα­νεὶς ἐ­κεῖ κον­τὰ στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο νὰ τρώ­ει σὲ κά­ποι­ο ἑ­στι­α­τό­ριο. Ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρὲς ἐρ­χό­ταν στὴ Ρε­τόρ­νο νὰ μᾶς ἐ­πι­σκε­φθεῖ καὶ περ­νοῦ­σε ὧ­ρες ἀ­τε­λεί­ω­τες μι­λών­τας γιὰ τοὺς πα­λιούς, κα­λοὺς και­ρούς. Βέ­βαι­α, πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς προ­σπα­θού­σα­με νὰ τὸν πεί­σου­με ὅ­τι ἦ­ταν ἕ­να πτῶ­μα πλέ­ον καὶ ὅ­τι βρω­μοῦ­σε πο­λύ. Δὲν μᾶς ἔ­δι­νε ση­μα­σί­α καὶ μὲ ἀ­πί­στευ­το θρά­σος ἔ­σκα­γε μύ­τη παν­τοῦ, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ὥ­ρα τῆς ἡ­μέ­ρας.

         Κά­ποι­ο βρά­δυ τὸν συ­νό­δευ­σα μέ­χρι τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Γιὰ ὧ­ρες ἀ­να­πο­λού­σα­με πα­λι­ὲς ἱ­στο­ρί­ες ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ἀ­κό­μα ζοῦ­σε. Ἀ­γο­ρά­σα­με κάμ­πο­σες μπύ­ρες καὶ γί­να­με σκνί­πα. Τὰ πε­ρά­σα­με φί­να. Γε­λά­σα­με. Δι­α­σκε­δά­σα­με. Κλά­ψα­με. Τὰ χα­ρά­μα­τα μὲ ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε μὲ ἕ­να χα­μό­γε­λο. Βο­λεύ­τη­κε στὸ φέ­ρε­τρό του καὶ ἔ­κλει­σε τὸ κα­πά­κι. Πο­τὲ ξα­νὰ δὲν ἄ­κου­σα κά­τι γιὰ λό­γου του, για­τὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ ξη­μέ­ρω­μα μὲ πά­τη­σε ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το καὶ ἡ γυ­ναί­κα μου.­.. ἡ γυ­ναί­κα μου ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μὲ ἀ­πο­τε­φρώ­σει.


--
Πηγή: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/10/03/guillermo-arriaga-rogelio/


https://www.youtube.com/watch?v=6bpZtWLXfXk

ξι.
(η πρώτη μου "επίσημη" μετάφραση το βιβλίο Ρετόρνο 201, εκδόσεις Πάπυρος)

No comments: