Τρεισήμισι τη νύχτα και γυρίζω μόνη μετά από διασκέδαση
Περπατάω από το κέντρο για το σπίτι μου
Περνάω μέσα από την Πλάκα. Βήμα ταχύ μέχρι να βγω στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Tον διασχίζω, τώρα περπατάω πολύ αργά (ή τουλάχιστον έτσι νομίζω), και αρχίζω να κατεβαίνω τον πεζόδρομο της Μακρυγιάννη.
Το ψιλόβροχο έχει ξεκινήσει από νωρίς.
Έχω ομπρέλα αλλά δεν την ανοίγω.
Στο ένα μου χέρι κρατώ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο που μου χάρισαν. Στο άλλο δεν κρατώ τίποτα. Ακόμα το χέρι μου δεν έχει συνέλθει τελείως, και ό,τιδήποτε και αν κρατήσω «πιάνεται» λες και βαστάω βαριές κούτες για ώρα. «Πιάνεται» και με καίει σχεδόν μέχρι τον αγκώνα.
Η βροχούλα ξεδιψάει το τριαντάφυλλο. Έχω τεντώσει το χέρι μου για να είμαι σίγουρη ότι θα πιει όλο το νερό του κόσμου.
Δροσίζομαι κι εγώ.
Αν και
Είμαι
αντικειμενικά
ευτυχισμένη
έχει αρχίσει να χαλάει ο καιρός και να κάνει λίγο κρύο
εγώ δεν κρυώνω καθόλου
Ίσα ίσα
νοιώθω την ανάγκη να
δροσιστώ κι εγώ μαζί με το τριαντάφυλλο.
Καταλαβαίνω το καλντερίμι σε κάθε μου βήμα
σαν να μην φοράω παπούτσια
Κι έχω ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη.
Ερημιά στους δρόμους
μα σ’ένα ξεχασμένο μπαρ της Μακρυγιάννη
δυο παιδιά αγκαλιασμένα σ’έναν καναπέ
βρέχονται και αγαπιούνται
Τους κοιτάζω και ταυτόχρονα χαμογελάμε και οι τρεις.
Όμορφο συναίσθημα, ναι
Πολύ Όμορφο
Ξαφνικά βρίσκομαι κι εγώ σ’αυτόν τον καναπέ
Τους κοιτάζω, και με βλέπω.
Δανείζομαι λίγη από την αγάπη τους.
Για την αποψινή νύχτα μόνο.
Συνεχίζω την πορεία μου
Και σιγοτραγουδάω
αυτό
που μου είχε κολλήσει από την αρχή...
Τώρα κλαίν' όλα τ' αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια
...
Ναι... όλ'η νύχτα αυτοί οι δύο στίχοι.
Όλ'η νύχτα αυτή η μικρή διαδρομή.
Η πιο τέλεια νύχτα.
ξι.